- φρέζα
- Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το εργαλείο περιστρέφεται, πλησιάζει το προορισμένο για επεξεργασία τεμάχιο και κάθε κοπτικό πτερύγιο αφαιρεί από αυτό το ανάλογο ποσοστό ρινίσματος (γρέζι). Η αφαίρεση του υλικού γίνεται με μεγάλη ταχύτητα και για τον λόγο αυτό στις μηχανουργικές κατεργασίες το φρεζάρισμα προτιμάται από το πλάνισμα. Συνήθως το εργαλείο στρέφεται αποκλειστικά γύρω από τον άξονά του. Τα κοπτικά πτερύγια που στερούνται στην περιφέρεια του κυλίνδρου της φ. μπορούν να πραγματοποιήσουν την κοπή κατά δύο διαφορετικούς τρόπους: περιφερειακά ή μετωπικά. Στον πρώτο ο άξονας περιστροφής της φ. είναι παράλληλος προς την πλευρά που κατεργάζεται, ενώ στον δεύτερο είναι κάθετος. Για την πραγματοποίηση των μεθόδων αυτών κατεργασίας, όπως επίσης και για ειδικούς τεχνικούς λόγους, υπάρχουν διάφοροι τύποι φ., που χαρακτηρίζονται και από τη διάταξη του άξονα υποδοχής εργαλείων. Έχουμε έτσι την οριζόντια, την κατακόρυφη και τη φ. γενικής χρήσης. Η τελευταία αυτή είναι κατάλληλη για όλες τις κατεργασίες φρεζαρίσματος, και επομένως επιτρέπει την κατασκευή τεμαχίων διαφόρων μορφών και σχημάτων. Τυπικό εξάρτημά της είναι ο διαιρέτης, συσκευή που χρησιμεύει, εκτός από την συγκράτηση του τεμαχίου κατά την κατεργασία, στην κατασκευή ορισμένου αριθμού φρεζαρισμάτων υπό ίσες γωνίες σε έναν κύλινδο ή στην κοπή ελικοειδών αυλακιών σε έναν κύλινδρο πάντοτε. Στις κατεργασίες μεγάλης παραγωγής χρησιμοποιούνται επίσης οι λεγόμενες συστοιχίες φ., που τοποθετημένες σε κατάλληλα σημεία επιτρέπουν το τελείωμα μερικών τεμαχίων με ένα μόνο πέρασμα.
* * *και παλ. τ. φραίζα, η, Ν(κν. ονομ.)1. η εκγλυπτική μηχανή, εργαλείο μηχανή για την κατεργασία μετάλλων ή ξύλων2. το εκγλύφανο, το περιστροφικό κοπτικό εργαλείο τής εκγλυπτικής μηχανής3. η εκγλυφίδα, το οδοντιατρικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την απόξεση τών τερηδονισμένων οδοντικών ιστών4. (γεωπ.) τύπος αρότρου που διακρίνεται από τους άλλους κατά το ότι ο τεμαχισμός και το χαλάρωμα τού εδάφους γίνεται με σειρά από λεπίδες στηριγμένες σε περιστρεφόμενο κύλινδρο, αλλ. περιστροφικό σκαπτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fraise «ειδικό εργαλείο για άνοιγμα οπών»].
Dictionary of Greek. 2013.